- ακριβοθυγατέρα
- και ακριβοδυχατέρα, η(συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-* + θυγατέρα ή δυχατέρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβοθυγατέρα — η πολυαγαπημένη κόρη, μοναχοκόρη: Την έχουν ακριβοθυγατέρα, γι αυτό δεν την αφήνουν να κάνει τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβοκόρη — η η ακριβοθυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κόρη] … Dictionary of Greek